ἐξακανθίζω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A pick out thorns: metaph., 'pick holes in', Cic.Att. 6.6.1.
German (Pape)
[Seite 865] entdornen. Dornen ausreißen, Theophr.; bei Cic. Att. 6, 6 = ausgrübeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκανθίζω: ἐξάγω τὰς ἀκάνθας, μεταφ. ἐν Κικ. π. Ἀττ. 6. 6, 1.
Spanish (DGE)
cubrir de espinas, fig. denigrar, injuriar Cic.Att.121.1.
Greek Monolingual
ἐξακανθίζω (Α)
1. βγάζω τα αγκάθια
2. ανερευνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άκανθα κατά τα ρήματα σε -ίζω].
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰκανθίζω: лишать шипов Cic.