ἀναισίμωμα

From LSJ
Revision as of 18:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισίμωμα Medium diacritics: ἀναισίμωμα Low diacritics: αναισίμωμα Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΩΜΑ
Transliteration A: anaisímōma Transliteration B: anaisimōma Transliteration C: anaisimoma Beta Code: a)naisi/mwma

English (LSJ)

ατος, τό, = Att. δαπάνη, A that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.

Greek Monolingual

ἀναισίμωμα, το (Α) ἀναισιμῶ
αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη.

Greek Monotonic

ἀναισίμωμα: -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισίμωμα: ατος (σῐ) τό расход, издержки: τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ Her. средства на содержание войска.

Middle Liddell

[from ἀναισιμόω
consumption, expenditure, Hdt.