κολοβοκέρατος

From LSJ
Revision as of 19:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοκέρᾱτος Medium diacritics: κολοβοκέρατος Low diacritics: κολοβοκέρατος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: kolobokératos Transliteration B: kolobokeratos Transliteration C: kolovokeratos Beta Code: koloboke/ratos

English (LSJ)

ον, A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.

German (Pape)

[Seite 1474] mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβόκερως

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοκέρᾱτος: -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.

Greek Monolingual

κολοβοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοντά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθοκέρατος, στρεβλοκέρατος].