κόνδαξ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, gambling game played with an unpointed dart, Cod.Just.3.43.1.4: metaph., παίζων κόνδακα, of sexual intercourse, AP5.60 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1480] ακος, ὁ, das Geschoß, der Nagel, wie κόνταξ, Sp. – Es soll auch dasselbe Knabenspiel gewesen sein, welches sonst κυνδαλισμός heißt; dah. κόνδακα παίζειν vom Beischlaf, Rufin. 7 (VI, 61).
Greek (Liddell-Scott)
κόνδαξ: -ᾱκος, ὁ, πιθ. ἡ ἐν λέξ. κυνδαλισμὸς περιγραφομένη παιδιὰ (ἴδε κόνταξ)· ― μεταφ., κόνδακα παίζειν, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Ἀνθ. Π. 5. 61.
Greek Monolingual
κόνδαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή
2. φρ. «παίζω κόνδακα»
μτφ. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. ρύαξ, πίδαξ)].
Russian (Dvoretsky)
κόνδαξ: ᾰκος ὁ колышек, кол: κόνδακα παίζειν Anth. = βινεῖν.
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: name of a gambling game, played with an unpointed dart (AP 5, 60 [sens. obsc.], Cod. Just. 3, 43, 1, 4)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: First from κόνδοι κεραῖαι H. (to κόνδοι ἀστράγαλοι s. κόνδυλος); this form does not stand for κοντοί with voicing of the tenuis afer nasal (as Schwyzer 210 wants; this rule is incorrect). On the ακ-suffix Björck Alpha impurum 69. - Another name of the game is κονδο-μονόβολον (Cod. Just. ibd.). Also κονδοκέρατος with short horns. κόνδαξ will be a Pre-Greek word, as the suffix.
Frisk Etymology German
κόνδαξ: -ακος
{kóndaks}
Grammar: m.
Meaning: Ben. eines Hasardspiels, das mit einem stumpfen Speer gespielt wurde (AP 5, 60 [sens. obsc.], Cod. Just. 3, 43, 1, 4) .
Etymology: Zunächst von κόνδοι· κεραῖαι H. (zu κόνδοι· ἀστράγαλοι s. κόνδυλος), das indessen wohl nur für κοντοί steht mit Erweichung der Tenuis hinter Nasal (vgl. Schwyzer 210). Zum ακ-Suffix Björck Alpha impurum 69. — Ein anderer Name des Spiels ist κονδομονόβολον (Cod. Just. ebd.).
Page 1,911