ἐμφυλλισμός

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφυλλισμός Medium diacritics: ἐμφυλλισμός Low diacritics: εμφυλλισμός Capitals: ΕΜΦΥΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: emphyllismós Transliteration B: emphyllismos Transliteration C: emfyllismos Beta Code: e)mfullismo/s

English (LSJ)

ὁ, A engrafting, side-graft, Gp.10.75.1.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, das Pfropfen zwischen Holz und Rinde, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφυλλισμός: ἐγκεντρισμός, «ἐμβόλιασμα», Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4, Γεωπ. 10. 75, 1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
bot. injerto de lado, lateral e.e. entre el tronco y la corteza τὸ κίτριον μόλις δέχεται ἐμφυλλισμόν, ὡς λεπτόφλοιον Gp.10.76.7, op. ἐγκεντρισμόςinjerto en el interior’ del tronco Gp.10.75.3, 76.7
injerto por aproximación δεῖ πρὸ τοῦ ἐγκεντρισμοῦ πάσσαλον παραπῆξαι τοῦ διάσειστον κρατεῖν τὸ ἐγκεντρισθέν. καλεῖται δὲ τοῦτο ἐ. Anecd.Plant.2.2.

Greek Monolingual

ἐμφυλλισμός, ο (AM)
η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ' ένα δένδρο.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφυλλισμός: ὁ с.-х. прививка Arst.