ἐξιδιόομαι
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
A = ἐξιδιάζομαι 1, Isoc. 12.43, X.HG2.4.8.
German (Pape)
[Seite 881] = ἐξιδιάζομαι, Xen. Cyr. 7, 5, 53 Hell. 2, 4, 8; τὰς χώρας Isocr. 12, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐδῐόομαι: ἐξιδιάζομαι, Ἰσοκρ. 241D, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 8, ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
s'approprier, s'assimiler, faire sien.
Étymologie: ἐξ, ἰδιόω.
Greek Monotonic
ἐξῐδιόομαι: σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐδιόομαι: присваивать себе, завладевать, захватывать (Ἐλευσῖνα Xen.; τὰς χώρας Isocr.).
Middle Liddell
to appropriate, Xen.