πυροκλοπία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρι-).
German (Pape)
[Seite 823] ἡ, das Feuerstehlen des Prometheus, Ep. ad. 123 (VI, 100, Crinag.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠροκλοπία: ἡ, κλοπὴ τοῦ πυρός, Ἀνθ. Π. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de dérober le feu du ciel.
Étymologie: πῦρ, κλέπτω.
Greek Monolingual
και πυρικλοπία, ἡ, Α
(σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή της φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -κλοπία (< -κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία].
Greek Monotonic
πῠροκλοπία: ἡ (κλοπή), κλοπή της φωτιάς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠροκλοπία: ἡ похищение огня Anth.