πεμματουργός
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ, A pastrycook, Luc.Sat.13.
German (Pape)
[Seite 553] ὁ, Kuchenbäcker, Luc. Cronosol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
πεμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευαστὴς πεμμάτων, Λουκ. Κρονοσόλων 13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pâtissier.
Étymologie: πέμμα, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πέμματα, ζαχαροπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, -ατος «τροφή» + -ουργός (< ἔργον)].
Russian (Dvoretsky)
πεμμᾰτουργός: ὁ пекарь, пирожник Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμματουργός -οῦ, ὁ [πέμμα, ἔργον] banketbakker.