Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεωσφέτερος

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωσφέτερος Medium diacritics: λεωσφέτερος Low diacritics: λεωσφέτερος Capitals: ΛΕΩΣΦΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: leōsphéteros Transliteration B: leōspheteros Transliteration C: leosfeteros Beta Code: lewsfe/teros

English (LSJ)

ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him A one of their own people, their fellow-citizen.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος:согражданин, соотечественник Her.

Middle Liddell

λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.