νεβρώδης
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ες, A fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.
German (Pape)
[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
vêtu d'une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.
Greek Monolingual
νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.
Greek Monotonic
νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νεβρώδης: подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру (Βάκχος Anth.).