ποιητοδιδάσκαλος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ὁ, poet's master, EM428.19.
German (Pape)
[Seite 649] ὁ, Lehrmeister eines Dichters, E. M. p. 428, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος ποιητῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 428. 19.
Greek Monolingual
ὁ, Μ δάσκαλος ποιητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητής + διδάσκαλος.