πραγματομαθής
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ές, skilled in business, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 693] ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτομᾰθής: -ές, εἰδήμων τῶν πραγμάτων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, Α
γνώστης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -μαθής (< μάθος, τὸ < μανθάνω), πρβλ. νομο-μαθής].