προσυποβάλλω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
place under, submit besides, Plu.2.814f:—Pass., Gal.18(2).454.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu unterwerfen, τράχηλον, Plut. reip. ger. praec. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προσυποβάλλω: ὑποβάλλω προσέτι, Πλούτ. 2. 814F, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
placer en outre dessous.
Étymologie: πρός, ὑποβάλλω.
Greek Monolingual
Α ὑποβάλλω
τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῦ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
προσυποβάλλω: сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).