σκληροκάρδιος

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροκάρδιος Medium diacritics: σκληροκάρδιος Low diacritics: σκληροκάρδιος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: sklērokárdios Transliteration B: sklērokardios Transliteration C: sklirokardios Beta Code: sklhroka/rdios

English (LSJ)

ον, hard-hearted, stubborn, LXX Pr.17.20, Ez.3.7.

German (Pape)

[Seite 900] hartherzig, hartes Sinnes, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκάρδιος: -ον, ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν, ἰσχυρογνώμων, ἄσπλαγχνος, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΖ΄, 20, Ἰεζεκ. Γ΄, 7).

Greek Monolingual

-α, -ο / σκληροκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς», ΠΔ)
αρχ.
πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. -ιος].