χαρτάριον
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
τό, Dim. of χάρτης, small piece of papyrus, AP12.208 (Strat.), BGU466.12 (ii/iii A. D.), PMed. in PSI10.1180.50 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1340] τό, dim. von χάρτης, Strat. 58 (XII, 216).
Greek (Liddell-Scott)
χαρτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χάρτης, «ὑπὲρ ἡμῶν, χαρτάριον, δέομαι, πυκνότερόν το λάλει» Ἀνθ. Παλατ. 12. 208.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του χάρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].
Greek Monotonic
χαρτάριον: τό, υποκορ. του χάρτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαρτάριον: (τᾰ) τό бумажка, маленькая рукопись Anth.