χειρονόμος

From LSJ
Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρονόμος Medium diacritics: χειρονόμος Low diacritics: χειρονόμος Capitals: ΧΕΙΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: cheironómos Transliteration B: cheironomos Transliteration C: cheironomos Beta Code: xeiro/nomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, one who moves the hands in pantomimic gestures, posture-master, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1346] die Hände nach gewissen Regeln bewegend, bes. beim Tanzen, un Etwas dadurch auszudrücken, gesticulirend, ὁ χειρ., der mimisch darstellende Künstler, Pantomimus der Römer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρονόμος: ὁ, ὁ κινῶν τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, διδάσκαλος τῆς χειρονομίας, «χειρονόμος· ὀρχηστὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες
2. ζωολ. γένος μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια αλλά δεν έχουν νύσσοντα όργανα, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χειρονομίδες
αρχ.
δάσκαλος της παντομίμας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -νομος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chironomus].