γεροῖα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τά, tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).
Spanish (DGE)
τά cosas de otro tiempo f.l. por Ϝεροῖα Corinn.2(b).2.
Greek Monolingual
γεροῑα, τα (Α)
διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.