διεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 22:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμβάλλω Medium diacritics: διεμβάλλω Low diacritics: διεμβάλλω Capitals: ΔΙΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diembállō Transliteration B: diemballō Transliteration C: diemvallo Beta Code: diemba/llw

English (LSJ)

put in through, LXX Nu.4.6, al., Gal.2.574, Aët.15.12.

German (Pape)

[Seite 619] durch- u. hineinwerfen, LXX., Galen. διεμμένω, stets darin, dabei bleiben, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διεμβάλλω: ἐμβάλλω διὰ μέσου, Ἑβδ. (Ἀριθμ. 4. 6, κ. ἀλλ.), Γαλην. 4. 142, 144, Ἀθήν. 107.

Spanish (DGE)

1 colocar de través, poner en posición atravesada τοὺς μοχλούς LXX Ex.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX Nu.4.6.
2 medic. introducir ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. διά y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.Fasc.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.

Greek Monolingual

διεμβάλλω (Α) εμβάλλω
βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.