κακώδης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ες, (ὄδωδα) ill-smelling, Hp.Mul.2.204, Arist.Pr.867b10 (Comp.), Thphr.Od.2.
German (Pape)
[Seite 1306] ες, übel riechend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακώδης: -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.
Greek Monolingual
κακώδης, -ες (Α)
αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + -ώδης (πρβλ. θερμώδης, μελανώδης)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακώδης -ες [κακός, ὄζω] met vieze geur.