καναχής
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ές, of water, plashing, κ. δάκρυ A.Ch.152 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1320] ές, rauschend, tönend, Aesch. Ch. 150 ἵετε δάκρυ καναχές, mit Schluchzen oder lauter Klage verbundenes Weinen.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνᾰχής: -ές, ἵετε δάκρυ καναχές, συνοδευόμενον ὑπὸ κωκυτῶν καὶ στεναγμῶν, Αἰσχύλ. Χο. 152· πρβλ. καναχή, -ηδά.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui résonne, càd accompagné de gémissement.
Étymologie: καναχέω.
Greek Monolingual
καναχής, -ές (Α) καναχή
(για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («δάκρυ καναχές», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κᾰνᾰχής: -ές, λέγεται για το νερό, αυτός που παφλάζει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνᾰχής: звучный, громкий: δάκρυ καναχές Aesch. слезы с воплями.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καναχής -ές [καναχή] klaterend.