κρυμοχαρής
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ές, delighting in frost, f.l. in Orph.H.51.13 for δρυμο-.
German (Pape)
[Seite 1515] ές, sich der Eiskälte freuend, Hesych., f. l. statt δρυμοχ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμοχᾰρής: -ές, εὐαρεστούμενος, τερπόμενος εἰς τὸ ψῦχος, ἡμαρτημ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὀρφ. 50. 12, ἀντὶ δρυμο-.
Greek Monolingual
κρυμοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ἐ-χάρ-ην, παθ. αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, νυκτιχαρής].