μελίθροος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ον, contr. μελίθρους, ουν, sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).
German (Pape)
[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
Greek (Liddell-Scott)
μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.
Greek Monolingual
μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύθροος, οιωνόθροος].
Russian (Dvoretsky)
μελίθροος: стяж. μελίθρους 2 сладкогласный (κύκνος Anth.).