ἐκναρκάω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
become quite torpid or sluggish, Plu.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 769] gänzlich erstarren, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, τοῖς ἐκνεναρκηκόσι κομιδῇ καὶ παραλελυμένοις σώμασιν ὁμοίως διέκειτο Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être profondément engourdi.
Étymologie: ἐκ, ναρκάω.
Spanish (DGE)
entumecerse, entorpecerse ἐκνεναρκηκότα ... σώματα Plu.Cor.31.
Greek Monotonic
ἐκναρκάω: μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκναρκάω: цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).