εὐίατος

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐιᾱτος Medium diacritics: εὐίατος Low diacritics: ευίατος Capitals: ΕΥΙΑΤΟΣ
Transliteration A: euíatos Transliteration B: euiatos Transliteration C: eviatos Beta Code: eu)i/atos

English (LSJ)

Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι) easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].

Greek Monotonic

εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐίᾱτος: (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.).

Middle Liddell

εὐ-ίᾱτος, ον ἰάομαι
easy to heal, Xen.