τετράστιχος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστῐχος Medium diacritics: τετράστιχος Low diacritics: τετράστιχος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: tetrástichos Transliteration B: tetrastichos Transliteration C: tetrastichos Beta Code: tetra/stixos

English (LSJ)

ον, in four rows or courses, LXX Ex.28.17, 36.17 (39.10).

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστῐχος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων στίχων ἢ σειρῶν, ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17, Λϛʹ, 8).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].