μελίφθογγος

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφθογγος Medium diacritics: μελίφθογγος Low diacritics: μελίφθογγος Capitals: ΜΕΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: melíphthongos Transliteration B: meliphthongos Transliteration C: melifthoggos Beta Code: meli/fqoggos

English (LSJ)

ον, honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.

German (Pape)

[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.

English (Slater)

μελίφθογγος, -ον honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλίφθογγος, λαθίφθογγος)].

Greek Monotonic

μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).

Middle Liddell

μελί-φθογγος, ον φθογγή
honey-voiced, Pind.