εὐτειχής
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
English (Slater)
εὐτειχής with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)
Greek Monolingual
εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφιτειχής, επτατειχής].
Greek Monotonic
εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.
Russian (Dvoretsky)
εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.
Middle Liddell
εὐτειχής, ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]