ἐρεβώδης
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ες, dark as Erebos, like the darkness of the underworld, dark as the nether world, dark, very dark, pitch black, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
German (Pape)
[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
ténébreux ou sombre comme l’Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεβώδης: мрачный как Эреб (θάλασσα Plut.).