τετρακτύς
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
English (LSJ)
ύος, ἡ, (τετράς) Pythagorean name for A the sum of the first four numbers, i.e. 10 (= 1+2+3+4), ναὶ μὰ τὸν ἁμετέρᾳ ψυχᾷ παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως Carm.Aur.48, cf. S.E.M. 7.94, TheoSm.p.94 H., Hierocl.in CA20p.465M. II the four terms (6:8:9:10) of the proportion corresponding to the chief musical intervals, Nicom.Exc.7, 10; also their sum +1 (= 36), ibid.; the sum of the first 8 numbers, Plu.2.381f.
German (Pape)
[Seite 1098] ύος, ἡ, die Zahl 4, bes. bei den Pythagoreern, bei denen sie Wurzel u. Quelle aller Dinge hieß, ῥίζωμα, παγὰ ἀενάου φύσεως, Pyth. carm. aur. 48; Luc. Philopatr. 12.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακτύς: -ύος, ἡ, (τετρὰς) ὄνομα σημαῖνον τὸ ἄθροισμα τῶν τεσσάρων πρώτων ἀριθμῶν, δηλ. ὁ ἀριθμὸς 10 (= 1+2+3+4), ὃν οἱ Πυθαγόρειοι ἐνόμιζον ὡς τὴν ῥίζαν ἢ τὴν πηγὴν πάσης δημιουργίας, καὶ ὅστις ἀπετέλει τὸν μέγιστον καὶ ἱερώτατον αὐτῶν ὅρκον, ναὶ μὰ τὸν ἁμετέρα ψυχᾷ παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως ῥιζώματ’ ἔχουσαν Χρυσ. Ἔπη 48, πρβλ. Ἱεροκλέα 20, Πλούτ. 2. 381F· ἑτέρους συνδυασμοὺς δηλουμένους διὰ τοῦ τετρακτὺς παρέχει ὁ Böckh (Kleine Schriften, 2, 1, σ. 133 κἑξ.), δηλ. (α). 1, 2, 4, 8· (β). 1, 3, 9, 27· ἐν οἷς ἡ μὲν μονὰς παριστάνει σημεῖον, οἱ δὲ κατόπιν ἀριθμοὶ γραμμάς, οἱ τρίτοι τετράγωνα, οἱ δὲ τέταρτοι κύβους, πρβλ. τετράς Ι. ΙΙ. ὁμὰς ἐκ τεσσάρων στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8785c.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
la tétraktys ou nombre quaternaire, càd le nombre 10 formé par l'addition des quatre premiers nombres, fondement de toutes choses dans la doctrine pythagoricienne.
Étymologie: τετράς.
Greek Monolingual
-ύος, η, ΝΑ
(κατά τους Πυθαγορείους) το άθροισμα τών τεσσάρων πρώτων αριθμών (1 + 2 + 3 + 4), δηλαδή ο αριθμός 10, τον οποίο θεωρούσαν ως ρίζα και πηγή κάθε δημιουργίας και αποτελούσε μέγιστο ιερότατο όρκο
νεοελλ.
ο κύκλος τών τεσσάρων ελεύθερων τεχνών, δηλ. της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της μουσικής και της αστρονομίας, το κουαντρίβιουμ
μσν.-αρχ.
ομάδα από τέσσερα άτομα ή από τέσσερα πράγματα
αρχ.
1. οι τέσσερεις όροι, δηλαδή 6:8:9:10, της αναλογίας που αντιστοιχούσε προς τα πρώτα μουσικά διαστήματα
2. το άθροισμα τών παραπάνω αριθμών, αυτών συν ένα
3. το άθροισμα τών οκτώ πρώτων αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις) + επίθημα -κ-τύς με δυσερμήνευτο ουρανικό ένθημα -κ-, πιθ. κατά το τρικτύς].
Russian (Dvoretsky)
τετρακτύς: ύος ἡ число четыре, четверка, четверица (считавшаяся у пифагорейцев основой всего мироздания) Plut., Luc.