μελισμάτιον
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).
Greek (Liddell-Scott)
μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.
Greek Monolingual
μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.
Greek Monotonic
μελισμάτιον: τό, υποκορ. του μέλισμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελισμάτιον: τό песенка Anth.
Middle Liddell
μελισμάτιον, ου, τό, [Dim. of μέλισμα, Anth.]