χορτασία
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, A being fed, fullness, κοιλίας LXXPr.24.15; εἰς χορτασίαν Sammelb.6949.17 (Axum, iv A. D.). 2 being fed, AP11.313 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Stallfüttern, übh. das Füttern Mästen, Sättigen, Pallad. 26 (IX, 502).
Greek (Liddell-Scott)
χορτᾰσία: ἡ, τὸ χορτάζεσθαι, χορτασμός, πλήρωσις, κοιλίας Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΔ΄, 15)· εἰς χορτασίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 17. 2) φαγητὸν χορταστικόν, Ἀνθ. Π. 11. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action d'engraisser, de rassasier;
2 embonpoint.
Étymologie: χορτάζω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. χορτασιά.
Greek Monotonic
χορτᾰσία: ἡ, κορεσμός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χορτᾰσία: ἡ кормление или угощение Anth.