δοξασία
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ἡ, opinion, D.C.53.19.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ opinión τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, das Meinen, Wähnen, D. Cass. 53, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δοξᾰσία: ἡ, (δοξάζω) γνώμη, ἰδέα, Δίων Κ. 53. 19.
Greek Monolingual
η (AM δοξασία)
γνώμη, εικασία, ιδέα (όχι σαφής γνώση, στηριγμένη σε αποδείξεις).