ἀνέξοιστος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, not to be expressed, ineffable, ib.728d, Gorg.(?)ap.S.E.M.7.82, Jul.Or.5.158d.
Spanish (DGE)
-ον
incomunicable ἀ. καὶ ἀνερμήνευτον τῷ πέλας Gorg.B 3, cf. Plu.2.728d, Iul.Or.8.158d.
German (Pape)
[Seite 224] nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέξοιστος: -ον, = ἀνέκφορος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἐξενέγκῃ, νὰ φανερώσῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνό γε δοκῶ μήτ’ ἄρρητον εἶναι μήτ’ ἀνέξοιστον πρὸς ἑτέρους Πλούτ. 2. 728D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ 7. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne doit pas divulguer.
Étymologie: ἀ, ἐξοίσομαι, v. ἐκφέρω.
Greek Monolingual
ἀνέξοιστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνέξοιστος: не подлежащий разглашению Plut.