ἀνεόρταστος

From LSJ
Revision as of 13:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεόρταστος Medium diacritics: ἀνεόρταστος Low diacritics: ανεόρταστος Capitals: ΑΝΕΟΡΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aneórtastos Transliteration B: aneortastos Transliteration C: aneortastos Beta Code: a)neo/rtastos

English (LSJ)

ον, without holidays or festive joy, βίος Democr.230, cf. Plu.2.1102b.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene fiestas, βίος Democr.B 230, ἄθεόν ἐστι καὶ ἀνεόρταστον es impío e indigno de una fiesta Plu.2.1102b.

German (Pape)

[Seite 224] nicht gefeiert, ohne Festlichkeiten, Themist.; Democr. Stob. 16, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεόρταστος: -ον, (ἑορτάζω) ὁ ἄνευ ἑορτῶν ἢ ἑορταστικῶν ἀπολαύσεων, βίος ἀνεόρταστος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 138, Πλούτ. 2. 1102Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fêtes.
Étymologie: , ἑορτάζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεόρταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή
αρχ.
ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος»).

Russian (Dvoretsky)

ἀνεόρταστος: не сопровождаемый празднествами (βίος Democr.; ἄθεος καὶ ἀ. Plut.).