ἀορτή
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ, (ἀείρω) in plural, A = βρόγχια, Hp.Loc.Hom.14 (where Littré reads ἀορτρέων, -τρῃσι), Coac.394, cf. Ruf.Onom.159. 2 the arteries springing from the heart, i.e. aorta and pulmonary artery, Hp.Cord.10; especially in sg., the aorta, Arist.HA496a7, 513b4, etc.: in plural, arteries, Poll.2.205. II knapsack that hung from the shoulders, Men.331, Diph.40, Posidipp.10, cf. Poll.7.79, 10.139. III point of suspension of a balance, Theol.Ar.29.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 medic. cada una de las grandes arterias, la aorta y la pulmonar Hp.Cord.10, Arist.HA 496a7, 513b4, 7
•en plu. arterias pulmonares Hp.Coac.394, Ruf.Onom.159
•en gener. arterias Poll.2.205.
2 morral Diph.40, Posidipp.10, Poll.7.79, 10.139, PSI 678.4.
3 fiel de la balanza, Theol.Arith.29.
• Etimología: Cf. ἀείρω.
German (Pape)
[Seite 273] (ἀείρω), ἡ, die große aus dem linken Herzbeutel aufsteigende Schlagader, Aorta, Arist. H. A. 1. 17. Bei Hippocr. auch die beiden Enden der Luftröhre, mit welchen sie in die Lunge ausläuft, woran diese gleichsam hängt, sonst βρόγχια. – Nach Poll. 10, 139 auch ein (von den Schultern herabhängender) Kleidersack, ἀορτάς Posidipp. ibd., wie Diphil. ib. 137 u. Men. 7, 79; Suid. v. ἀορτήν nennt es macedonisch; ἀορτής ist nicht als nom. anzunehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀορτή: ἡ, (ἀείρω) κατὰ πληθ. τὰ κατώτατα ἄκρα τῆς τραχείας ἀρτηρίας, τὰ αὐτὰ καὶ βρόγχια Ἱππ. Περὶ τόπων 415· (ἔνθα ὅμως ὁ Littré ἀναγινώσκει ἀορτρέων, -τρῃσι). 2) μεταγεν. Καθ’ ἑνικ. ἡ ἀρτηρία (φλέψ κατ’ Ἀριστ.), ἥτις ἄρχεται ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς κοιλίας τῆς καρδίας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 14., 3. 3, 7., 3. 5, 1., κ. ἀλλ.· κατὰ πληθ. αἱ ἀρτηρίαι, Πολυδ. Β΄, 205. ΙΙ. σακκίδιον κρεμάμενον ἐκ τῶν ὤμων, Μένανδ. ἐν «Μισογύνῃ» 11, Δίφιλ. ἐν «Ἐπιδικατομένῳ», Ποσείδιππ. ἐν «Ἐπιστάθμῳ» 1. πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 79., Ι΄, 139: ― καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτή· ὑπὸ Μακεδόνων ἄγγος δερμάτινον ἱματίων» καὶ ἀρσ. «ἀόρτης· ξιφιστὴς» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 aorte;
2 au pl. les bronches;
3 sac ou besace.
Étymologie: ἀείρω.
Greek Monolingual
η (Α ἀορτή) αείρω
η αρτηρία η οποία αρχίζει από τη βάση της αριστερής κοιλίας της καρδιάς και αποτελεί το κοινό στέλεχος των αρτηριών που φέρουν αρτηριακό αίμα σε όλα τα σημεία του σώματος
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀορταί
α) τα κατώτατα άκρα της τραχείας αρτηρίας
β) οι αρτηρίες
γ) σακίδιο που κρέμεται από τους ώμους.
Russian (Dvoretsky)
ἀορτή: ἡ ἀείρω
1) аорта (ἡ καρδία κεῖται ἐπὶ τῇ ἀορτῇ Arst.);
2) переметная сума Men.