ἀράχνιον
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
τό, A spider's web, Od.8.280, 16.35, Cratin.190, Pherecr.142, Pl.Com.22, X.Mem.3.11.6, Arist.HA623a30. 2 a disease in olive-trees, prob. due to the tent-caterpillar, Clisiocampa neustria, Thphr.HP 4.14.10, CP5.10.2. II Dim. of ἀράχνη, small spider, Arist.HA 555a27, 622b27. [ᾰρᾱχν Hom., ᾰρᾰχν Com. ll.cc.]
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀρρ- Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1telaraña ἠΰτ' ἀράχνια λεπτά Od.8.280, cf. X.Mem.3.11.6, Pl.Com.21, Hp.Int.3, Arist.HA 623a30, Phld.Rh.1.246.26
•en cosas abandonadas εὐνὴ ... ἀράχνια κεῖται ἔχουσα Od.16.35, ἐκ δ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια Hes.Op.475, ἀράχνια δ' εἰς ὅπλ' ἀράχναι ... διαστήσαιντο Theoc.16.96, ἀραχνίων μεστὴν ἔχεις τὴν γαστέρα Cratin.202, cf. Pherecr.151, Nicopho 4, D.C.47.2.3
•hilos de telaraña ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ... ἀπὸ τῶν ἀτράκτων; de las Moiras, Luc.Cont.16.
2 arañuelo plaga del olivo producida por la Clisiocampa neustria Thphr.HP 4.14.10, CP 5.10.2.
II araña τῶν δ' ἀραχνίων καὶ τῶν φαλαγγίων ἔστι πολλὰ γένη hay muchas clases de arañas y tarántulas Arist.HA 622b27 y passim.
German (Pape)
[Seite 344] τό, 1) Spinngewebe, ἠύτ' ἀράχνια λεπτά Od. 8, 280, εὐνὴ κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16, 35; Arist. u. Sp., Nicarch. 16 (XI, 110). Plut. Sol. 5. – 2) Dim. von ἀράχνη, kleine Spinne, Arist. H. A. 5, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχνιον: τό, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, Λατ. aranea, ἠΰτ’ ἀράχνια λεπτά Ὀδ. Θ. 280., Π. 35, Κρατῖν. ἐν «πυτίνῃ» 18, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 3, Πλατ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 7, κτλ.· - ὡσαύτως, ἀραχνίδιον, τό, Ἰω. Χρ. τ. 3. σ. 514. 2) νόσημά τι τῶν ἐλαιοδένδρων, γίνεται δέ καί ἄλλο νόσημα περὶ τάς ἐλαίας, ἀράχνιον καλούμενον· φύεται γάρ τοῦτο καί διαφθείρει τόν καρπόν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀράχνη, μικρά ἀράχνη, «σφαλαγγουράκι», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 1., 9. 39, 1. [ᾰρᾱχν- Ὅμ.· ᾰρᾰχν- Κωμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fil ou toile d'araignée.
Étymologie: ἀράχνη.
English (Autenrieth)
(ἀράχνη): spider's web, pl., Od. 8.280 and Od. 16.35.
Greek Monolingual
ἀράχνιον, το (Α)
1. ιστός της αράχνης
2. αρρώστεια ελαιόδεντρων
3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη].
Greek Monotonic
ἀράχνιον: τό, ιστός αράχνης, Λατ. aranea, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἀράχνιον: τό
1) Hom., Xen. = ἀράχνη 2;
2) паучок Arst.
Middle Liddell
ἀράχνης
a spider's web, Lat. aranea, Od., attic