ἀράχνιον

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράχνιον Medium diacritics: ἀράχνιον Low diacritics: αράχνιον Capitals: ΑΡΑΧΝΙΟΝ
Transliteration A: aráchnion Transliteration B: arachnion Transliteration C: arachnion Beta Code: a)ra/xnion

English (LSJ)

τό, A spider's web, Od.8.280, 16.35, Cratin.190, Pherecr.142, Pl.Com.22, X.Mem.3.11.6, Arist.HA623a30. 2 a disease in olive-trees, prob. due to the tent-caterpillar, Clisiocampa neustria, Thphr.HP 4.14.10, CP5.10.2. II Dim. of ἀράχνη, small spider, Arist.HA 555a27, 622b27. [ᾰρᾱχν Hom., ᾰρᾰχν Com. ll.cc.]

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἀρρ- Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1telaraña ἠΰτ' ἀράχνια λεπτά Od.8.280, cf. X.Mem.3.11.6, Pl.Com.21, Hp.Int.3, Arist.HA 623a30, Phld.Rh.1.246.26
en cosas abandonadas εὐνὴ ... ἀράχνια κεῖται ἔχουσα Od.16.35, ἐκ δ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια Hes.Op.475, ἀράχνια δ' εἰς ὅπλ' ἀράχναι ... διαστήσαιντο Theoc.16.96, ἀραχνίων μεστὴν ἔχεις τὴν γαστέρα Cratin.202, cf. Pherecr.151, Nicopho 4, D.C.47.2.3
hilos de telaraña ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ... ἀπὸ τῶν ἀτράκτων; de las Moiras, Luc.Cont.16.
2 arañuelo plaga del olivo producida por la Clisiocampa neustria Thphr.HP 4.14.10, CP 5.10.2.
II araña τῶν δ' ἀραχνίων καὶ τῶν φαλαγγίων ἔστι πολλὰ γένη hay muchas clases de arañas y tarántulas Arist.HA 622b27 y passim.

German (Pape)

[Seite 344] τό, 1) Spinngewebe, ἠύτ' ἀράχνια λεπτά Od. 8, 280, εὐνὴ κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16, 35; Arist. u. Sp., Nicarch. 16 (XI, 110). Plut. Sol. 5. – 2) Dim. von ἀράχνη, kleine Spinne, Arist. H. A. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράχνιον: τό, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, Λατ. aranea, ἠΰτ’ ἀράχνια λεπτά Ὀδ. Θ. 280., Π. 35, Κρατῖν. ἐν «πυτίνῃ» 18, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 3, Πλατ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 7, κτλ.· - ὡσαύτως, ἀραχνίδιον, τό, Ἰω. Χρ. τ. 3. σ. 514. 2) νόσημά τι τῶν ἐλαιοδένδρων, γίνεται δέ καί ἄλλο νόσημα περὶ τάς ἐλαίας, ἀράχνιον καλούμενον· φύεται γάρ τοῦτο καί διαφθείρει τόν καρπόν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀράχνη, μικρά ἀράχνη, «σφαλαγγουράκι», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 1., 9. 39, 1. [ᾰρᾱχν- Ὅμ.· ᾰρᾰχν- Κωμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fil ou toile d'araignée.
Étymologie: ἀράχνη.

English (Autenrieth)

(ἀράχνη): spider's web, pl., Od. 8.280 and Od. 16.35.

Greek Monolingual

ἀράχνιον, το (Α)
1. ιστός της αράχνης
2. αρρώστεια ελαιόδεντρων
3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη].

Greek Monotonic

ἀράχνιον: τό, ιστός αράχνης, Λατ. aranea, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἀράχνιον: τό
1) Hom., Xen. = ἀράχνη 2;
2) паучок Arst.

Middle Liddell

ἀράχνης
a spider's web, Lat. aranea, Od., attic

English (Woodhouse)

spider's web

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)