ἄπληκτος
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, A unstricken, of a horse needing no whip or spur, Eup. 232, Pl.Phdr.253d: metaph., Plu.2.721e; unwounded, without receiving a blow, φροῦδοι δ' ἄ. E.Rh.814; immune from stings, Dsc. 2.118; of a plant, uninjured, Thphr.HP9.14.1. 2 Act., not striking, in Adv. -τως without pulsation, Procl.in Cra.p.37P. II Act., not irritating or pungent, Sor.2.59: Comp., not too stimulating, Herod.Med. ap. Aët.5.116. Adv. -τως Ruf. ap. Orib.8.24.53.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no golpeado, sin recibir un golpe φροῦδοι δ' ἄ. E.Rh.814.
2 no picado, libre de picaduras, no picado por insectos ἄ. διαμένει Dsc.2.118
•indemne, no dañado de una planta, Thphr.HP 9.14.1
•fig. τὸ ἄ. falta de contacto como característica del silencio, Plu.2.721d.
II que no necesita de la espuela ἵππος Eup.232, Pl.Phdr.253d, Philostr.Im.2.2.
III 1que no pica o irrita de un olor, Sor.137.11.
2 que no estimula πρόσκλυσμα Herod.Med. en Aët.5.120.
IV 1sin pulso Procl.in Cra.37.
2 sin estímulo Ruf. en Orib.8.24.53.
German (Pape)
[Seite 292] ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληκτος: -ον, ὁ μὴ πληττόμενος, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἀνάγκην μάστιγος ἤ μυώπων, ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν»· ἄπληκτος (ἵππος) κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D, ὡς τὸ ἀκέντητος, ἐν Πινδ. Ο. 1. 33· μεταφ., Πλούτ. 2. 721Ε: ― μὴ πληγωθείς, μὴ κτυπηθείς, φροῦδοι δ’ ἄπλ. Εὐρ. Ρῆσ. 814· ἐπὶ φυτῶν, τὸ μὴ πληγέν, τὸ μὴ παθὸν βλάβην, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 14, 1. ΙΙ. ἐνεργητ. ὁ μὴ ἐρεθίζων ἢ κεντῶν, παρ’ Ἰατρ., ὡς Ἄντυλλ. Matth 109: ― Ἐπίρρ. -τως Ὀρειβάσ. 2. 218, Daremb.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non frappé.
Étymologie: ἀ, πλήττω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπληκτος, -ον) πλήττω
αυτός που δεν έχει πληγωθεί ή κτυπηθεί
αρχ.
1. (για άλογα) αυτός που δεν χρειάζεται μαστίγωμα ή κέντρισμα
2. (για φυτά) αβλαβής.
Greek Monotonic
ἄπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που δεν έχει δεχθεί χτυπήματα, λέγεται για άλογο που δεν έχει ανάγκη από μαστίγιο ή σπιρούνι, σε Πλάτ.· αυτός που δεν έχει τρυαματιστεί ή πληγωθεί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπληκτος:
1) нетронутый, невредимый (φροῦδοι ἄπληκτοι Eur.);
2) неприкосновенный, неуязвимый (ἀπαθὴς καὶ ἄ. Plut.);
3) не нуждающийся в побоях (ἵππος Plat.).
Middle Liddell
πλήσσω
unstricken, of a horse needing no whip or spur, Plat.:— unwounded, Eur.