δίφροντις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, divided in mind, doubting, A.Ch.196.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.
Greek (Liddell-Scott)
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
Greek Monolingual
δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.
Greek Monotonic
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίφροντις: ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.
Middle Liddell
δί-φροντις, ιδος n
divided in mind, distraught, Aesch.