Ναυπλία

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ναυπλία Medium diacritics: Ναυπλία Low diacritics: Ναυπλία Capitals: ΝΑΥΠΛΙΑ
Transliteration A: Nauplía Transliteration B: Nauplia Transliteration C: Nafplia Beta Code: *naupli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Nauplia in Argolis, Hdt.6.76, etc.; Ναυπλιεύς, έως, ὁ, a Nauplian, Str.8.6.14:—Adj. Ναύπλιος, α, ον, E.Or. 369; or ναυπηγ-ίειος, ib.54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Nauplie, port sur le golfe d'Argolide.

Greek (Liddell-Scott)

Ναυπλία: ἡ, πόλις ἐν Ἀργολίδι, «Ναύπλιον», Ἡρόδ., κλ.· Ναυπλιεύς, έως, ὁ, κάτοικος Ναυπλίας, Στράβ. 374· ― ἐπίθ. Ναύπλιος, α, ον, Εὐρ. Ὀρ. 369· ἢ -ίειος, αὐτόθι 54.

Greek Monotonic

Ναυπλία: ἡ, η πόλη Ναυπλία στην Αργολίδα, το Ναύπλιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ναυπλιεύς, -έως, , κάτοικος του Ναυπλίου, σε Στράβ.· επίθ., Ναύπλιος ή -ίειος, , -ον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Ναυπλία: ион. Ναυπλίη ἡ Навплия (портовый город в Арголидском заливе) Her. etc.

Middle Liddell

Ναυπλία, ἡ,
Nauplia in Argolis, Hdt., etc.