γυμναστής

From LSJ
Revision as of 18:04, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνᾰστής Medium diacritics: γυμναστής Low diacritics: γυμναστής Capitals: ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: gymnastḗs Transliteration B: gymnastēs Transliteration C: gymnastis Beta Code: gumnasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, trainer of professional athletes, X.Mem.2.1.20, Pl.Lg.720e, etc.; ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN1180b14.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): -άς SEG 35.1309 (Ponto, imper.)
1 entrenador, preparador físico γ. γυμνάζων Pl.Lg.720e, ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN 1180b14, ὁ δὲ γ. περὶ κάλλους ἔφασκεν Olymp.in Grg.5.6, γυμναστῇ μὲν ἐχρήσατο διδασκάλῳ Ἀρίστωνι Olymp.in Alc.2.35, cf. X.Mem.2.1.20, A.D.Synt.302.2, SEG l.c., Gal.17(2).11, Luc.Hist.Consc.35, PAgon.6.63 (II d.C.), Olymp.in Grg.5.2, como tít. de una pers., D.C.72.22.5.
2 atleta γ. τις ἢ καὶ μονομάχος D.C.72.19.3, στρατιῶται καὶ γυμνασταί D.C.77.2.2, cf. Olymp.in Alc.64.25, Vett.Val.387.31.

German (Pape)

[Seite 509] ὁ, der Lehrer in den Gymnasien, Turnlehrer, Plat. Polit. 267 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1, 20; bes. der Athleten unterrichtet, von παιδοτρίβης unterschieden, vgl. Arist. pol. 3, 6, 7.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
maître de gymnastique ; particul. gymnaste, chargé de l'enseignement aux athlètes.
Étymologie: γυμνάζω.

Greek (Liddell-Scott)

γυμναστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παιδοτρίβης, ὅστις ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς μέρος τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) γυμνάζω
1. αυτός που διδάσκει γυμναστική
2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.

Greek Monotonic

γυμνᾰστής: -οῦ, ὁ (γυμνάζω), προπονητής επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γυμναστής: οῦ ὁ гимнаст, т. е. преподаватель гимнастики Arst., тж. тренер борцов Xen., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμναστής -οῦ, ὁ [γυμνάζω] trainer.

Middle Liddell

γυμνάζω
a trainer of professional athletes, Xen., Plat.