Φοίβειος

From LSJ
Revision as of 18:09, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῑβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.

Greek Monotonic

Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, , -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1) фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2) вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).

Middle Liddell

Φοίβειος, η, ον
of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.