βραχυγνώμων
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.
German (Pape)
[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d'intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.
Greek Monolingual
βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].
Greek Monotonic
βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυγνώμων: 2, gen. ονος обладающий небольшим разумом (βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία Xen.).
Middle Liddell
of small understanding, Xen.