αὐτοδαής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ές, self-taught, ἀρετά Diagor.1; ὀρχήματα S.Aj. 700 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ές
1 aprendido por sí mismo, natural ἀρετά Diagor.1.3, ὀρχήματα S.Ai.700.
2 conocedor por sí mismo, e.e., sin maestros αὐ. ἱερῶν γινόμενος κριμάτων llegando a conocer por sí mismo las decisiones sagradas, CIRB 121 (imper.).
German (Pape)
[Seite 397] ές, selbst gelernt, natürlich, ὀρχήματα, Soph. Ai. 685, Schol. ἃ ἐκ φύσεως ἔχεις.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'apprend de soi-même, càd sans étude, naturel.
Étymologie: αὐτός, διδάσκω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδαής: -ές, αὐτοδίδακτος, ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.
Greek Monolingual
αὐτοδαής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -δαής < εδάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)].
Greek Monotonic
αὐτοδαής: -ές (*δάω), αυτοδίδακτος, μη προμελετημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοδᾰής: лично изобретенный, собственной выдумки (ὀρχήματα Soph.).
Middle Liddell
[!δάω]
self-taught, unpremeditated, Soph.