γούνατα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
γούνασι, Ep. γούνεσσι, etc., v. γόνυ.
Spanish (DGE)
-νασι, -νεσσι v. γόνυ.
French (Bailly abrégé)
pl. poét. de γόνυ.
Greek (Liddell-Scott)
γούνατα: γούνασι, Ἐπ. γούνεσσι, κτλ., ἴδε ἐν λ. γόνυ.
English (Autenrieth)
see γόνυ.
Greek Monotonic
γούνατα: γούνασι, Επικ. γούνεσσι· Επικ. τύποι πληθ. του γόνυ.
Russian (Dvoretsky)
γούνατα: ион. pl. к γόνυ.