διαμορφόω

From LSJ
Revision as of 19:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμορφόω Medium diacritics: διαμορφόω Low diacritics: διαμορφόω Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΟΩ
Transliteration A: diamorphóō Transliteration B: diamorphoō Transliteration C: diamorfoo Beta Code: diamorfo/w

English (LSJ)

give form to, shape, ψυχὴν πρὸς εἶδος Ph.2.368; δρῦν ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16:—Pass., διαμεμορφωμένος articulate, Id.2.722c, cf. Ath.Med. ap. Orib.22.9.4.

Spanish (DGE)

1 dar forma, configurar τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον εἶδος Ph.2.368, δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16, γῆν ... ταῖς σαῖς χερσί Gr.Nyss.V.Macr.397.8, ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμα Bas.Sel.Or.M.85.328A, ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆς Simp.in de An.214.9, cf. Syrian.in Metaph.140.2, Eustr.in APo.93.5, en v. pas. θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Ath.Med. en Orib.Inc.16.4, λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plu.2.1030e
de la voz articular τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένον Plu.2.722c.
2 representar alegóricamente τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶν Cyr.Al.M.68.149C, ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήν Cyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.Eran.225.

German (Pape)

[Seite 590] gestalten, δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, Plut. Rom. 17, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme, façonner.
Étymologie: διά, μορφόω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμορφόω: δίδω μορφὴν εἴς τι, σχηματίζω, Πλούτ. 2. 722C, κλ.

Russian (Dvoretsky)

διαμορφόω: придавать образ, формировать (δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, λέγει Πλάτων τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμορφόω [διάμορφος] omvormen:. δρῦν... διεμόρφωσεν ὥσπερ τρόπαιον hij vormde een boom om tot een overwinningsteken Plut. Rom. 16.4.