δεκαδαρχία
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ἡ, A government of ten, v.l. in Isoc.4.110, cf. D.6.22; = Lat. decemviratus, D.H.11.27. II decuria of cavalry, Arr.Tact.42.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 decadarquía, Consejo de los diez de los gobiernos oligárquicos impuestos por Lisandro tras la guerra del Peloponeso, Isoc.4.110 (var., cf. δεκαρχία), κατέλυε τὰς πολιτείας καὶ καθίστη δεκαδαρχίας Plu.Lys.14, cf. D.S.14.13, Paus.8.52.4, 9.6.4, Harp., Phot.δ 150 (cf. δέκα I 2 c)
•de los instaurados por Filipo II de Macedonia en Tesalia, D.6.22, pero cf. Harp.
2 decuria destacamento de caballería de diez hombres al mando de un decurión, Arr.Tact.42.1.
3 en el Egipto romano decurionato, cargo del decurión oficial de policía δημόσιος βωητίας (l. βοηθείας) (δεκ)αδαρχίας ayudante al servicio del decurionato, PCol.186.6 (IV d.C.).
4 en Roma decenvirato, colegio de los decénviros D.H.10.57, Plu.2.277f, Cic.12, cf. δεκαταρχία, δεκαρχία.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, 1) Befehl über 10 Mann, Arr. Tact. – 2) Würde eines Decemvirn, Regierung der Zehnmänner, Isocr. 4, 110; Plut. Cic. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le gouvernement des Dix, à Athènes ; à Rome le décemvirat.
Étymologie: δεκάδαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδαρχία: ἡ, ἡ διοίκησις τῶν δέκα ἀρχόντων, Ἰσοκρ. 63D· παρὰ Ρωμαίοις decemviratus, Διον. Ἁλ. 11. 27.
Greek Monolingual
δεκαδαρχία, η (Α)
1. η διακυβέρνηση από συμβούλιο δέκα ανδρών
2. ίλη ιππικού.
Greek Monotonic
δεκαδαρχία: ἡ, διακυβέρνηση, διοίκηση από δέκα άρχοντες, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰδαρχία: ἡ
1) декадархия, правление десяти Isocr. (см. δέκα);
2) (в Риме), децемвират Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαδαρχία -ας, ἡ [δεκάδαρχος] regering van tien mannen (decemviraat).
Middle Liddell
the government of the ten, Isocr.