διαμετρητός

From LSJ
Revision as of 19:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμετρητός Medium diacritics: διαμετρητός Low diacritics: διαμετρητός Capitals: ΔΙΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diametrētós Transliteration B: diametrētos Transliteration C: diametritos Beta Code: diametrhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A measured, measured out or measured off, δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344. II diametrical, diametral τὴν διαμετρητήν (sc. ὁδὸν) διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medido ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ los dos se colocaron cerca en el lugar medido, e.e., equidistante entre aqueos y troyanos Il.3.344, cf. para el acento EM 269.3G.

German (Pape)

[Seite 590] abgemessen, Hom. einmal, Iliad. 3, 344, vom Platze eines Zweikampfes, καί ῥ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ' ἐγχείας, ἀλλήλοισιν κοτέοντε, vgl. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 511.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mesuré.
Étymologie: adj. verb. de διαμετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμετρητός: -ή, -όν, ὁ μετρηθεὶς καὶ χωρισθείς, δ. ἐνὶ χώρῳ Ἰλ. Γ. 344.

English (Autenrieth)

measured off, laid off, Il. 3.344†.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμετρητός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος
2. διαμετρικός.

Greek Monotonic

διαμετρητός: -ή, -όν, αυτός που έχει μετρηθεί και διαχωρισθεί, καταμετρημένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διαμετρητός: отмеренный (χῶρος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμετρητός -ή -όν [διαμετρέω] afgemeten.

Middle Liddell

διαμετρητός, ή, όν adj [from διαμετρέω
measured out or off, Il.