θηριομάχος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre les bêtes féroces.
Étymologie: θηρίον, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.
Greek Monolingual
ο (Α θηριομάχος)
αυτός που παλεύει με άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πρόμαχος].
Russian (Dvoretsky)
θηριομάχος: Diod. θηριομάχης 2 (ᾰ) борющийся с дикими зверями (Ἡρακλῆς Luc.).