κρεμόω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Epic fut. of κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.
Russian (Dvoretsky)
κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.