ναυμαχησείω

From LSJ
Revision as of 22:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχησείω Medium diacritics: ναυμαχησείω Low diacritics: ναυμαχησείω Capitals: ΝΑΥΜΑΧΗΣΕΙΩ
Transliteration A: naumachēseíō Transliteration B: naumachēseiō Transliteration C: navmachiseio Beta Code: naumaxhsei/w

English (LSJ)

Desiderat. of ναυμαχέω, wish to fight by sea, Th.8.79.

German (Pape)

[Seite 231] desiderat. von ναυμαχέω, ich habe Luft eine Seeschlacht zu liefern, Thuc. 8, 79.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir le désir d'engager un combat naval.
Étymologie: ναυμαχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχησείω: ἐφετ. τοῦ ναυμαχέω, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 8. 79.

Greek Monolingual

ναυμαχησείω (Α)
επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- του ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].

Greek Monotonic

ναυμᾰχησείω: εφετικό του ναυμαχέω, επιθυμώ να δώσω μάχη στη θάλασσα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχησείω: [desiderat. к ναυμαχέω иметь желание вступить в морское сражение Thuc.

Middle Liddell

ναυμᾰχησείω, [from ναυμᾰχέω]
Desid., to wish to fight by sea, Thuc.